“Δεν θα ήθελα να πεθάνω ποτέ”
Στις αρχές του 1957 η δημοσιογράφος Γιολάντα Τερέντσιο
(σσ οι παλιότεροι θα τη θυμούνται ανεξίτηλα) επισκέφθηκε το ζεύγος
Καζαντζάκη στο σπίτι τους στην πόλη Αντίμπ. Περιγράφει το χώρο, δίνει
ένα σύντομο πορτρέτο του συγγραφέα και καταγράφει τη συζήτηση που είχε
μαζί του. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα:
Ζουν ήσυχα, ερημικά, οι δυο Ελληνες στο
γραφικό μικρό σπίτι της οδού του Μπα-Καστελέ. Απ’ τα παράθυρά τους
βλέπουν το λιμάνι της Αντίμπ και τη γαλανή Μεσόγειο. Η πρόσχαρη
φιλοξενία της οικοδέσποινας αγκαλιάζει τον επισκέπτη μόλις δρασκελίσει
το κατώφλι. Λίγα σκαλιά οδηγούν στο γραφείο του συγγραφέα. Ψηλός, ίσιος,
ασκητικός, μ’ ένα καλό χαμόγελο, απλώνει το μπράτσο και σφίγγοντας το
χέρι ρωτάει άπληστα, με την ιδιαίτερη προσφορά του: «Τι νέα μας φέρνετε
απ’ την Ελλάδα;»
Ευτυχώς, μια σειρά από δημοσιογραφικές
έρευνες μ’ έχουν φέρει τελευταία σ’ επαφή με την έξω από την Αθήνα
Ελλάδα κι έτσι του διηγούμαι τι είδα και τι άκουσα στα χωριά και τις
πόλεις, από τ’ άγρια βράχια της Μάνης ώς την κορφή του Βίτσι.
Πως γίνονται και μεγάλα έργα, αλλά πως η
φτώχεια μένει πάντοτε φτώχεια και πως η εγκατάλειψη στα χωριά είναι
τόση ώστε οι άνθρωποι στη Βόρειο Ελλάδα μου είπαν πως ζούνε «πίσω από
τον ήλιο».
Πίσω από τον ήλιο, μουρμουρίζει ο
Καζαντζάκης και σημειώνει την απλή αυτή φράση, που βγήκε απ’ τα χείλια
του λαού που τόσο βαθιά αγαπάει.
Γ.Τ.: Πέστε μου τώρα και για σας, είσαστε ευχαριστημένος;
Ν.Κ.:
Είμαι ευτυχισμένος -αν κι είναι ντροπή να αισθάνεται κανείς ευτυχισμένος
μια ώρα τέτοια. Αν δεν ήταν μπροστά η Ελένη, θα σας έλεγα πως αυτή η
γυναίκα είναι η αιτία της ευτυχίας μου… πραγματικά, δεν είχα ποτέ μου
τολμήσει να φαντασθώ τέτοια κατανόηση από άνθρωπο. Αλλ’ αν εξακολουθήσω,
θα